νηφαλιότητα

νηφαλιότητα
η
η πνευματική κατάσταση του νηφάλιου, το να έχει κανείς καθαρό μυαλό, ξεκάθαρη σκέψη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νηφαλιότητα — η (Α νηφαλιότης) [νηφάλιος] 1. εγκράτεια στο κρασί, αποχή από το κρασί 2. μτφ. πνευματική διαύγεια, καθαρότητα σκέψης, ηρεμία, αυτοκυριαρχία, σωφροσύνη («αντιμετώπισε τους πολιτικούς του αντιπάλους με αξιοθαύμαστη νηφαλιότητα») …   Dictionary of Greek

  • έκνηψις — ἔκνηψις, η (Α) ανάνηψη, επάνοδος στη νηφαλιότητα …   Dictionary of Greek

  • ανανήφω — (Α ἀνανήφω γίνομαι πάλι νηφάλιος, ανακτώ τις αισθήσεις μου ή την πνευματική μου διαύγεια, συνέρχομαι (από μέθη, οργή κ.λπ.) αρχ. κάνω κάποιον να ανακτήσει τη νηφαλιότητα του, τόν συνεφέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νήφω «είμαι νηφάλιος». ΠΑΡ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ανανηπτικός — ή, ό [ανανήφω] ο κατάλληλος να επιφέρει ανάνηψη, νηφαλιότητα …   Dictionary of Greek

  • αποχή — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α …   Dictionary of Greek

  • απόχη — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α …   Dictionary of Greek

  • μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …   Dictionary of Greek

  • νήψις — νῆψις, ἡ (Α) [νήφω] 1. νηφαλιότητα, σωφροσύνη, πνευματική εγρήγορση 2. ανάκτηση δυνάμεων, ανάρρωση …   Dictionary of Greek

  • νηφαλέωσις — νηφαλέωσις, ἡ (Α) νηφαλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηφαλέος, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *νηφαλεῶ] …   Dictionary of Greek

  • νηφαλεότης — νηφαλεότης, ἡ (Α) [νηφαλέος] νηφαλιότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”